υπαποδύομαι

υπαποδύομαι
ΜΑ
μτφ. εγκαταλείπω κάτι βαθμιαία («τὴν ἰατρικὴν ὑπαπεδύετο», Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἀποδύομαι «γδύνομαι, αποβάλλω κάτι από πάνω μου»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”